νοώ

νοώ
(I)
-έω και νογάω και νογώ (ΑΜ νοῶ, -έω, Α αιολ. τ. νόημι) [νούς]
1. συλλαμβάνω με τον νου, αντιλαμβάνομαι («οὐδ' ἐνόησε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν», Ομ. Ιλ.)
2. κάνω λογικούς συλλογισμούς, σκέπτομαι, στοχάζομαι, διανοούμαι
νεοελλ.
1. (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) το νοούμενο
(στη φιλοσοφία) αυτό που γίνεται αντιληπτό μόνο με τον νου, που είναι προσιτό μόνο μέσω τής νοητικής ικανότητας χωρίς την παρεμβολή τών αισθήσεων, το υπεραισθητό, η ιδέα, η καθαρή ουσία
2. φρ. α) «ο νοών νοείτω» — όποιος έχει μυαλό ας καταλάβει
β) «σχήμα κατά το νοούμενο» — γραμματικό σχήμα σύμφωνα με το οποίο οι όροι τής προτάσεως συμφωνούν μεταξύ τους όχι ως προς τον γραμματικό τους τύπο αλλά ως προς το νόημά τους, δηλ. όχι σύμφωνα με τους κανόνες τής γραμματικής αλλά σύμφωνα με το νόημα ολόκληρης τής πρότασης
νεοελλ.-μσν.
1. διαπιστώνω
2. έχω ειδικές γνώσεις σχετικά με κάτι, γνωρίζω, κατέχω
3. αναγνωρίζω
4. διακρίνω κάτι από κάποιο άλλο
μσν.
1. μαθαίνω, πληροφορούμαι
2. (προκειμένου για επιστολή) γνωρίζω το περιεχόμενο
3. φαντάζομαι
4. καθιστώ κάτι γνωστό
5. ανακτώ τις αισθήσεις μου μετά από λιποθυμία, συνέρχομαι
6. (το μέσ.) νοοῡμαι, -έομαι
θυμάμαι, αναλογίζομαι
μσν.-αρχ.
σκοπεύω να κάνω κάτι («οὐδ' ἐνόησε ἐξερύσαι δόρυ», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις, ιδίως με την όραση («ὀφθαλμοῑς καὶ ἐν ὀφθαλμοῑς νοεῑν», Ομ. Ιλ.)
2. επινοώ, μηχανεύομαι («ἔνθ' αὖτ' ἄλλ' ἐνόησε θεά», Ομ. Οδ.)
3. κρίνω κάτι ως τέτοιο ή άλλο, νομίζω, θεωρώ («τόδε γὰρ νοῶ κράτιστον», Σοφ.)
4. (για λέξη ή φράση) εκφράζω ένα συγκεκριμένο νοήμα, δηλώνω, σημαίνω («πυθοίμεθ' ἂν τὸν χρησμόν ὃ, τι νοεῑ», Αριστοφ.)
5. (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) νόημα, σημασία
6. (το ουδ. πληθ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ νοούμενα
τα νοητά σε αντιδιαστολή με τα αισθητά.
————————
(II)
νοῶ, -όω (Μ) [νους]
καθιστώ κάποιον συνετό, σώφρονα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νοώ — (κυρίως στη λόγ. έκφρ. ο νοών νοείτω) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • νοῶ — νοέω Excerpta e libris Herodiani pres subj act 1st sg (attic epic doric) νοέω Excerpta e libris Herodiani pres ind act 1st sg (attic epic doric) νοόω convert into pure Intelligence pres subj act 1st sg νοόω convert into pure Intelligence pres ind …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νόω — Νόης masc gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόω — νάω flow pres imperat mp 2nd sg (epic) νάω flow pres subj act 1st sg (epic) νάω flow pres ind act 1st sg (epic) νάω flow imperf ind mp 2nd sg (epic) νόος mind masc nom/voc/acc dual (epic doric ionic) νόος mind masc gen sg (doric) νοόω convert… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόῳ — νάω flow pres opt act 3rd sg (epic) νόος mind masc dat sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόωι — νόῳ , νάω flow pres opt act 3rd sg (epic) νόῳ , νόος mind masc dat sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Phrasen/Xi — Xi Inhaltsverzeichnis 1 ξενίας γραφή 2 …   Deutsch Wikipedia

  • λοξονοώ — λοξονοῶ, έω (Μ) έχω στραβές σκέψεις, δεν σκέπτομαι ορθά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. λοξῶς + νοῶ (πρβλ. κατα νοώ, ομο νοώ)] …   Dictionary of Greek

  • ισονοώ — ἰσονοῶ, έω (Α) 1. νοώ, σκέπτομαι, αντιλαμβάνομαι κατά τον ίδιο τρόπο 2. παθ. ἰσονοοῡμαι, έομαι θεωρούμαι ισοδύναμος, λογίζομαι ισότιμος, ισάξιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + νοῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”